- συγκέρασμα
- τό1) смесь; 2) см. συγκερασμός 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκέρασμα — το, ΝΜ [συγκεράννυμι] καθετί που προέρχεται από συγκερασμό, κράμα, μίγμα νεοελλ. συγκερασμός … Dictionary of Greek